- αναθαρρεύω
- αναθαρρεύω και αναθαρρώ -θάρρεψα, -θαρρεμένος, ξαναπαίρνω θάρρος: Αναθαρρέψαμε κάπως από τη στιγμή που μας επισκέφθηκαν οι αντιπρόσωποι του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.